νήπτης

νήπτης
νήπτης
sober
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νήπτης — νήπτης, ὁ (Α) [νήφω] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος …   Dictionary of Greek

  • νήπτην — νήπτης sober masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπτας — νήπτᾱς , νήπτης sober masc acc pl νήπτᾱς , νήπτης sober masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”